- ποιμένιος
- ποιμέν-ιος, α, ον, rare synonym of ποιμενικός, κάματοι, δόναξ, AP 6.73 (Maced.), APl.4.226 (Alc.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποιμένιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμένιος — α, ον, Α [ποιμήν, μένος] σπάν. τ. τού ποιμενικός … Dictionary of Greek
ποιμενίη — ποιμένιος fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμενίην — ποιμένιος fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμενίης — ποιμένιος fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμενίῃ — ποιμένιος fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμένιαι — ποιμένιος fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμένιοι — ποιμένιος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμενίας — ποιμενίᾱς , ποιμένιος fem acc pl ποιμενίᾱς , ποιμένιος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμενίων — ποιμένιον neut gen pl ποιμένιος fem gen pl ποιμένιος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμένιον — neut nom/voc/acc sg ποιμένιος masc acc sg ποιμένιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)